ταβερνάνθη

ταβερνάνθη
η, Ν
βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας αποκυνίδες τής τάξης γεντιανώδη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταβερνανθίνη — η, Ν (βιοχ.) αλκαλοειδές, ισομερές τής ιβογαΐνης, που απομονώθηκε από είδος τού γένους φυτών ταβερνάνθη και έχει αναλγητικές ιδιότητες, ανταγωνιστικές τής σεροτονίνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”